- φρασέρα
- η, Νβοτ. βλ. φραζέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραζέρα — και φρασέρα, η, Ν βοτ. γένος ποωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. frasera από το όν. τού Άγγλου βοτανολόγου John Fraser] … Dictionary of Greek